- παράκοσμος
- -ον, Αάκοσμος, απρεπής, ανάρμοστος.επίρρ...παρακόσμως Αμε απρέπεια.[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + κόσμος (πρβλ. ά-κοσμος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παρακόσμως — παράκοσμος unseemly. adverbial παράκοσμος unseemly. masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόσμος — I Τίτλος διαφόρων εφημερίδων και περιοδικών. 1. Περιοδικό που εκδόθηκε στην Αθήνα από τον Κ. Σταθόπουλο το 1861. 2. Περιοδικό που εκδόθηκε στην Κωνσταντινούπολη από τους Μ. Καλλέργη και Ι. Τανταλίδη το 1882. 3. Περιοδικό που εκδόθηκε στην Αθήνα… … Dictionary of Greek